του Μιλτιάδη Νεκτάριου*
Στη χώρα όπου έχει συμβεί η μεγαλύτερη καταστροφή του συστήματος συντάξεων στη μεταπολεμική περίοδο παρέχουμε ακόμα συντάξεις που είναι υψηλότερες από άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Στην πιο κατεστραμμένη οικονομία της Ε.Ε. φορολογούμε εξαντλητικά τις γενιές των εργαζομένων για να παρέχουμε συντάξεις ίσες με τους μισθούς, ενώ οι εργαζόμενοι που πληρώνουν τις υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές στην Ε.Ε. δεν έχουν καμία βεβαιότητα ότι θα πάρουν κάποια σύνταξη στο μέλλον. Περισσότεροι από το 25% των συνταξιούχων είναι κάτω των 65 ετών και απορροφούν το 26% των συνολικών παροχών.
Πρόκειται για τον απόλυτο παραλογισμό. Η αρμόδια υπουργός δηλώνει σε συνέντευξη στην «Καθημερινή» (11.3.2018) ότι με βάση τη νέα αναλογιστική μελέτη του 2018 για τον νέο ασφαλιστικό νόμο «τα ποσοστά αναπλήρωσης των συντάξεων θα είναι πάνω από 50% σε όλη την περίοδο έως το 2070 και θα είναι υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, που εκτιμάται στο 39%». Στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2019-2022 αναφέρονται περικοπές συντάξεων περίπου 3 δισ. ευρώ ετησίως λόγω κατάργησης των προσωπικών διαφορών του νόμου Κατρούγκαλου. Με τον τρόπο αυτό θα μειωθεί το ποσοστό των συνολικών δαπανών για συντάξεις από 17% του ΑΕΠ το 2018 σε 13% το 2022 (όπως στόχευε το 3ο μνημόνιο). Ωστόσο, οι προεκλογικές ανάγκες υποχρεώνουν την κυβέρνηση να μιλάει για αναβολή ή ακύρωση των περικοπών για το 2018 χωρίς να διευκρινίζει τι θα γίνει στα επόμενα έτη ή χωρίς να διευκρινίζει τι θα συμβεί αν οι δαπάνες παραμείνουν στο 17% του ΑΕΠ.
Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης όπου το πολιτικό σύστημα δεν ανέλαβε, στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, την οργάνωση ενός επίσημου κοινωνικού διαλόγου για το ασφαλιστικό σύστημα. Μεγαλύτερες είναι οι ευθύνες των εργατικών συνδικάτων, τα οποία είχαν πλήρη γνώση του μελλοντικού αδιεξόδου του συστήματος συντάξεων και, εν τούτοις, ποτέ δεν διεκδίκησαν την ουσιαστική επίλυση του Ασφαλιστικού. Αντίθετα, εναντιώθηκαν σθεναρά ακόμα και σε ήσσονες προσπάθειες επίλυσής του.
Η αδυναμία επίλυσης του Ασφαλιστικού την περίοδο της Μεταπολίτευσης αποτελεί τον κύριο παράγοντα της οικονομικής καταστροφής της χώρας, με το σύστημα συντάξεων να έχει απορροφήσει περισσότερα από 250 δισ. ευρώ κρατικής χρηματοδότησης από το 2000 μέχρι σήμερα. Και, βέβαια, η λειτουργία του υφιστάμενου συστήματος συντάξεων, παρ’ όλες τις περικοπές, καθιστά αδύνατη τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και, σε συνδυασμό με τη βαριά φορολογία και την πλήρη έλλειψη επενδύσεων, δημιουργεί ένα περιβάλλον οικονομικής στασιμότητας στο διηνεκές.
Η πολιτική του 3ου μνημονίου, με τα τεράστια πλεονάσματα μέχρι το 2060, θα καθηλώσει την οικονομία σε συνεχή λιτότητα και αυτό θα έχει ως συνέπεια τη συνεχή μείωση των συντάξεων.
Η μόνη ελπίδα που υπάρχει για να σταματήσει η διαρκής μείωσή τους είναι να εφαρμοστεί ένα νέο μείγμα οικονομικής πολιτικής (μείωση της φορολογίας για τα φυσικά και νομικά πρόσωπα και των ασφαλιστικών εισφορών, χρήση μέρους των πλεονασμάτων για την διενέργεια επενδύσεων) που θα οδηγήσει σε ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 3,5% για μία δεκαετία (βλέπε μελέτη: Ν. Χριστοδουλάκη, Μ. Νεκτάριου, Χ. Θεοχάρη «Επανεκκίνηση της Ελληνικής Οικονομίας», διαΝΕΟσις, 2018).
Οι συνταξιούχοι μέσα στην παραπληροφόρηση και τη σύγχυση που δημιουργείται πρέπει να γνωρίζουν ένα πράγμα: ότι ο μόνος τρόπος που υπάρχει για να σταματήσει η περαιτέρω μείωση των συντάξεων είναι να ξεκινήσει μια περίοδος ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης. Τότε και μόνο τότε, και στο πλαίσιο του νέου συστήματος συντάξεων που έχουμε προτείνει, θα δουν τις συντάξεις τους να βελτιώνονται.
Η πρόταση που έχουμε επεξεργαστεί στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς (Μ. Νεκτάριος, Π. Τήνιος, Γ. Συμεωνίδης, «Συντάξεις για νέους. Ενα αναπτυξιακό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης», Εκδόσεις Παπαζήση, 2018) εισάγει ένα σύστημα τριών πυλώνων, όπως αυτά που έχουν γίνει ο κανόνας στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1990. Ενα τέτοιο σύστημα διαχωρίζει την πρόνοια από την ασφάλιση και δίνει ισχυρά κίνητρα για αποταμίευση και εργασία. Η πρότασή μας, όμως, προσαρμόζεται στην ελληνική πραγματικότητα με τέσσερις τρόπους: Πρώτον, γενναία μείωση των εισφορών (10 μονάδες) στην κύρια σύνταξη, με άμεση εισαγωγή των ατομικών λογαριασμών.
Δεύτερον, διοχέτευση των σημερινών εισφορών (6% σε βάθος χρόνου) στις επικουρικές συντάξεις σε νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Οι εισφορές αυτές θα επενδύονται στην πραγματική οικονομία δημιουργώντας μια νέα πηγή επενδυτικών πόρων. Τρίτον, εισαγωγή του νέου συστήματος με μεγάλη ταχύτητα: το νέο σύστημα εισάγεται για όλους τους ασφαλισμένους μετά το 1993 - χονδρικά όλους τους κάτω των 50 ετών. Τέταρτον, μη ανατροπή των αλλαγών της περιόδου 2010-2018: διατηρείται το ενιαίο πλαίσιο εισφορών και παροχών που έχει ήδη θεσπιστεί. Επιπλέον, με την προϋπόθεση της οικονομικής ανάπτυξης αναζητείται η ισχυρότερη δυνατή εγγύηση ότι δεν θα υπάρξουν άλλες περικοπές για τους συνταξιούχους της μεταβατικής περιόδου. Η χρηματοδότηση των συντάξεων της μεταβατικής περιόδου συμπληρώνεται από τον κρατικό προϋπολογισμό στα επίπεδα που έχουν ήδη συμφωνηθεί μέσω του 3ου μνημονίου.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι μετά από 30 χρόνια αδιαφορίας και 10 χρόνια πρωτοφανούς οικονομικής καταστροφής χρειάζεται ένα ελάχιστο επίπεδο πολιτικής συναίνεσης για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας και την οριστική επίλυση του ασφαλιστικού ζητήματος.
*Καθηγητής Ασφαλιστικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς