Επενδύσεις και σύστημα συντάξεων

22/02/2019Επενδύσεις και σύστημα συντάξεων
του Μιλτιάδη Νεκτάριου*
Για τη μεταμνημονιακή Ελλάδα τίθενται τρία ερωτήματα: α) πόσο διαφορετική θα είναι επόμενη περίοδος σε σχέση με τα 8 χρόνια της τρόικας, β) αν θα μπορέσει η χώρα να σταθεί μόνη της και γ) ποιες είναι οι προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης.

Η επόμενη περίοδος έχει οριοθετηθεί από τη μακρά λίστα των specific commitments του Eurogroup του Ιουνίου 2018. Η τήρηση της λίστας αυτής θα μας θυμίζει τη σκληρή επιτήρηση των μνημονίων, αλλά δεν θα υπάρχουν νέα δανεικά διαθέσιμα.

Θα μπορέσει η χώρα να σταθεί μόνη της; Στην περίοδο μέχρι το 2022 θα χρειαστεί να δανείζεται 1,5-2 δισ. ευρώ ετησίως, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιτυγχάνει τα συμφωνημένα πρωτογενή πλεονάσματα των 6-7 δισ. ευρώ ετησίως για να πληρώνει τους τόκους του δημόσιου χρέους. Και αν τηρηθεί η υλοποίηση της προαναφερόμενης λίστας, θα λάβουμε και 5,6 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ, τα οποία θα προστεθούν στο γνωστό μαξιλάρι, το οποίο θα συνεισφέρει στην ίδια περίοδο 12,2 δισ. ευρώ για τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας.

Και μετά τι γίνεται; Ακόμα και αν περάσουμε αβρόχοις ποσί την περίοδο μέχρι το 2022, ποιες είναι οι προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας; Οι μελέτες DSA της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπουν ότι η σχέση χρέους/ΑΕΠ θα μειωθεί στο 100% το 2060, ενώ οι μελέτες DSA του ΔΝΤ προβλέπουν ότι η ίδια σχέση θα είναι πάνω από 175% το 2060. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο. Αντί να στρουθοκαμηλίζουμε, πρέπει να συμφωνήσουμε στο αυτονόητο, ότι το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο διότι η μακροχρόνια ανάπτυξη θα κυμαίνεται μεταξύ του 1% και 1,5% μέχρι το 2060, επειδή α) έχουμε δεσμευτεί με τα υπέρογκα πλεονάσματα, β) δεν μπορούμε να χρηματοδοτήσουμε τις απαραίτητες επενδύσεις, γ) η παραγωγικότητα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα και δ) εντείνεται η μείωση του εργατικού δυναμικού λόγω του δημογραφικού προβλήματος.

Σε αυτό το ιστορικό οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η χώρα μόνο μια λύση υπάρχει: η διενέργεια μεγάλων επενδύσεων. Στην περίοδο μέχρι το 2008 οι καθαρές επενδύσεις ανέρχονταν στο 10% του ΑΕΠ ετησίως, ενώ στην περίοδο των μνημονίων έπεσαν στο -10% ετησίως και τώρα βρίσκονται στο -5%. Το παράθυρο ευκαιρίας της χώρας για να καλυφθεί το παραγωγικό κενό που έχει δημιουργηθεί από την εκτεταμένη κρίση της περιόδου 2008-2018 και να τεθεί η ελληνική οικονομία σε μια υψηλότερη τροχιά μακροχρόνιας ανάπτυξης είναι μέχρι το 2030. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με έναν τρόπο: τη διενέργεια μεγάλων όγκων επενδύσεων, με τη συμφωνημένη μείωση των πλεονασμάτων, ούτως ώστε ένα 2% του ΑΕΠ να κατευθύνεται ετησίως στη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων μέχρι το 2030, όπως έχει προτείνει ο Νίκος Χριστοδουλάκης.
Υπάρχουν δύο ακόμα τρόποι χρηματοδότησης των επενδύσεων: οι ξένες επενδύσεις (Foreign Direct Investments) και τα αποθεματικά του συστήματος συντάξεων. Ωστόσο, στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων δεν είχαμε ποτέ αξιόλογα αποτελέσματα, ενώ πλέον έχουμε διολισθήσει σε ακόμα χειρότερη θέση.

Πρέπει, λοιπόν, να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις επενδυτικές δυνατότητες του κεφαλαιοποιητικού συστήματος συντάξεων, το οποίο έχουμε προτείνει ως συμπληρωματικό πυλώνα προς τον υφιστάμενο μοναδικό πυλώνα του διανεμητικού συστήματος. Ενα κεφαλαιοποιητικό σύστημα συντάξεων με εισφορές 6% ετησίως θα οδηγήσει στην πρώτη δεκαετία σε συσσώρευση αποθεματικών που θα προσεγγίσουν τα 50 δισ. ευρώ, ενώ μέχρι το 2060 αναμένεται να φτάσουν στα 400 δισ. ευρώ. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, τα αποθεματικά αυτά θα αντιστοιχούν στο 25% το 2030 και στο 67% το 2060. Στις χώρες της Ευρώπης όπου λειτουργούν τέτοια συστήματα συντάξεων τα μέσα επίπεδα αποθεματικών κινούνται μεταξύ 50% και 120% του ΑΕΠ. Πρόκειται για τη θεσμική αποταμίευση των σύγχρονων χωρών που χρησιμοποιείται κυρίως για τη χρηματοδότηση της εθνικής οικονομίας, ενώ δημιουργεί θετικά αντανακλαστικά και στους υποψήφιους ξένους επενδυτές.

Πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιηθεί και στη χώρα μας ότι η δημιουργία ενός νέουσυστήματος συντάξεων που είναι πλέον αναπόφευκτη μετά και την κατάρρευση του πρόσφατου νόμου Κατρούγκαλου, αφενός, θα δημιουργήσει ένα βιώσιμο σύστημα και, αφετέρου, θα εδραιώσει τη θεσμική αποταμίευση ως την κύρια μέθοδο αποταμίευσης στην ελληνική κοινωνία, όπως ακριβώς συμβαίνει σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες.Ο συνδυασμός της μείωσης των ετήσιων πλεονασμάτων κατά 2% του ΑΕΠ, τα αποθεματικά του κεφαλαιοποιητικού συστήματος συντάξεων και η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων μπορούν κάλλιστα να εξασφαλίσουν τα 15 δισ. ευρώ που απαιτούνται, κατ’ ελάχιστον, για τη χρηματοδότηση των ετήσιων επενδύσεων μέχρι το 2030 και επέκεινα.

Στην περίπτωση που συμβεί αυτό ο ρυθμός ανάπτυξης θα ανέλθει στο 4%, η ανεργία θα μειωθεί στο 7,5% και η σχέση χρέους/ΑΕΠ θα πέσει κάτω από το 100% πριν από το 2030. Αυτή είναι και η μόνη επιλογή που έχει η χώρα για να αποφύγει το μόνιμο οικονομικό τέλμα και την πλήρη διάλυση.

*Καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς